εὐτολμοτάτους

εὐτολμοτάτους
εὔτολμος
brave-spirited
masc acc superl pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ενεδρεύω — (AM ἐνεδρεύω) κρύβομαι κάπου για να επιτεθώ ξαφνικά, παραμονεύω («ἀδίκως δικαίους ἐνήδρευσαν», Μηναία) αρχ. 1. έχω κακούς σκοπούς απέναντι σε κάποιον 2. παθ. εξαπατώμαι («ὑπὸ νόμων τοὺς πολίτας ἐνεδρεύεσθαι», Λυσ.) 3. τοποθετώ σε ενέδρα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”